Καθολικός στα φινλανδικά

Μετάφραση: καθολικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katolinen, yleinen, moninainen, Catholic, katolinen Ammatti, katolisen
Καθολικός στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθολικός

καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, καθολικός στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθοδήγηση στα φινλανδικά - opastus, eväät, neuvoa, neuvonta, ohjaus, ohjeita, ohjausta, ...
  • καθοδηγώ στα φινλανδικά - säädellä, käsikirja, tähdätä, kiritys, määrätä, tutkain, piikkisauva, ...
  • καθομιλούμενος στα φινλανδικά - arkipäiväinen, ammattikieli, puhekielen, keskustelunanalyysin, conversational, keskusteleva, keskustelutaitojasi
  • καθορίζω στα φινλανδικά - viitata, määrätä, heittomerkki, siteerata, määrittää, päättää, täsmentää, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθολικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: katolinen, yleinen, moninainen, Catholic, katolinen Ammatti, katolisen