Καθολικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: καθολικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaþólskur, Catholic, kaþólska, kaþólsku, kaþólsk
Καθολικός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθολικός

καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καθολικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • καθοδήγηση στα ισλανδικά - leiðsaga, leiðsögn, leiðbeiningar, ráðgjöf, leiðbeiningum, leiðbeiningarnar
  • καθοδηγώ στα ισλανδικά - beina, beinn, fylgja, leiðbeina, leiða, að leiðbeina, að fylgja
  • καθομιλούμενος στα ισλανδικά - samtals
  • καθορίζω στα ισλανδικά - einsetja, tilvitna, tilgreina, ákveða, skilgreina, að skilgreina, define, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθολικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kaþólskur, Catholic, kaþólska, kaþólsku, kaþólsk