Καθολικός στα τούρκικα

Μετάφραση: καθολικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katolik, Catholic, Katoliklik, Katolik bir
Καθολικός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθολικός

καθολικόσ σχεδιασμόσ, καθολικός διάδοχος, καθολικός συνώνυμα, καθολικός ναός αγίου διονυσίου, καθολικός γάμος, καθολικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθολικός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καθοδήγηση στα τούρκικα - nasihat, öğüt, rehberlik, rehber, kılavuz, yönlendirme, rehberliği
  • καθοδηγώ στα τούρκικα - kılavuz, öküz, rehber, dürtmek, yönetmek, dolaysız, araçsız, ...
  • καθομιλούμενος στα τούρκικα - konuşkan, konuşma, sohbet, konuşmaya, etkileşimli
  • καθορίζω στα τούρκικα - kararlaştırmak, belirlemek, tanımlamak, tanımlayabilirsiniz, tanımlar, tanımlayan, tanımlayabilir
Τυχαίες λέξεις
Καθολικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: katolik, Catholic, Katoliklik, Katolik bir