Κατέχω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
държа, задръжте, държи, държат, притежават
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατέχω
κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατέχω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κατάφορτος στα βουλγαρικά - изпълнен, изпълнено, изпълнена, крие
- κατάχρηση στα βουλγαρικά - злоупотребление, злоупотреба, злоупотреби, насилие, злоупотребата, злоупотреба с
- κατήγορος στα βουλγαρικά - прокурор, прокурор на, прокурора, обвинител
- κατήφεια στα βουλγαρικά - мрак, мрачно настроение, мракът, тъга, сумрак
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: държа, задръжте, държи, държат, притежават
Μεταφράσεις: държа, задръжте, държи, държат, притежават