Κατέχω στα ρουμανικά
Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poseda, ține, deține, mențineți apăsat, mențineți apăsată, avea
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατέχω
κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κατέχω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κατάφορτος στα ρουμανικά - plină, plina, încărcată, plină de, pline
- κατάχρηση στα ρουμανικά - abuz, încălcării, abuzul, abuzului, abuse
- κατήγορος στα ρουμανικά - procuror, procurorul, procurorului, de procuror
- κατήφεια στα ρουμανικά - melancolie, melancolic, beznă, tristețe, jale, întristare, negură
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: poseda, ține, deține, mențineți apăsat, mențineți apăsată, avea
Μεταφράσεις: poseda, ține, deține, mențineți apăsat, mențineți apăsată, avea