Κατέχω στα εσθονικά

Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omama, valdama, oma, hoidma, pidama, hoidke, hoidke all
Κατέχω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατέχω

κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατέχω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κατάφορτος στα εσθονικά - täidetud, laetud, hädine, eostatud, täis, tulvil, pingeline
  • κατάχρηση στα εσθονικά - kuritarvitus, solvang, kõrvaldamine, omastamine, solvama, kuritarvitamise, kuritarvitamist, ...
  • κατήγορος στα εσθονικά - prokurör, prokuröri, prokurörile, prokurörina, prokuröril
  • κατήφεια στα εσθονικά - nukrameelsus, pimedus, süngus, kurbus, süngust, süngusega
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: omama, valdama, oma, hoidma, pidama, hoidke, hoidke all