Κατέχω στα λιθουανικά
Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laikyti, turėti, surengti, eiti, išlaikyti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατέχω
κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατέχω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κατάφορτος στα λιθουανικά - pilnas, sudėtingas, kupinas, kupina, iškraipo
- κατάχρηση στα λιθουανικά - piktnaudžiavimas, piktnaudžiavimą, apie piktnaudžiavimą, piktnaudžiavimo, prievarta
- κατήγορος στα λιθουανικά - kaltintojas, prokuroras, prokuroro, prokurorui, prokurorė
- κατήφεια στα λιθουανικά - niūksoti, dunguotis, rauktis, niūroti, rūškana
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: laikyti, turėti, surengti, eiti, išlaikyti
Μεταφράσεις: laikyti, turėti, surengti, eiti, išlaikyti