Κατέχω στα δανικά

Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
have, besidde, egen, eje, hold, holde, holder, afholde, at holde
Κατέχω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατέχω

κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας δανικά, κατέχω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατάφορτος στα δανικά - fyldt, behæftet, ladet
  • κατάχρηση στα δανικά - fornærmelse, fornærme, skælde, misbrug, misbrug bliver, overgreb, misbrug af
  • κατήγορος στα δανικά - anklager, anklageren, anklagers, offentlige anklagers, anklagemyndighed
  • κατήφεια στα δανικά - dysterhed, mørke, gloom, mørket, tristhed
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: have, besidde, egen, eje, hold, holde, holder, afholde, at holde