Κατέχω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чисты, трымаць
Κατέχω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατέχω

κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατέχω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κατάφορτος στα λευκορωσικά - багаты, якi пагражае, багаты на, цяжарны, i страта
  • κατάχρηση στα λευκορωσικά - злоўжыванне, злоўжываньне
  • κατήγορος στα λευκορωσικά - пракурор
  • κατήφεια στα λευκορωσικά - змрок, морак, цемра, цемру, цямрэча
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: чисты, трымаць