Κατέχω στα λετονικά
Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
turēt, turiet, rīkot, turiet nospiestu, tur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατέχω
κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας λετονικά, κατέχω στα λετονικά
Μεταφράσεις
- κατάφορτος στα λετονικά - pilns
- κατάχρηση στα λετονικά - ļaunprātīgi izmantot, ļaunprātīgu izmantošanu, ļaunprātīga izmantošana, ļaunprātīgu, ļaunprātīga
- κατήγορος στα λετονικά - prokurors, prokuroram, prokurore, prokurora, prokurore un
- κατήφεια στα λετονικά - drūmums, tumsa, grūtsirdība, apmākties, aptumšot
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: turēt, turiet, rīkot, turiet nospiestu, tur
Μεταφράσεις: turēt, turiet, rīkot, turiet nospiestu, tur