Κατοικώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
живея, живеят, живее, живеем, живеете
Κατοικώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικώ

κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κατοικώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κατοικίδιος στα βουλγαρικά - опитомен, опитомени, домашно, питомният, култивиран
  • κατοικημένος στα βουλγαρικά - жилищен, жилищна, Жилищно, жилищни, жилищна Сграда
  • κατολίσθηση στα βουλγαρικά - плъзгане, плъзгащ се, плъзгащи, плъзгаща, плъзгащи се
  • κατορθώνω στα βουλγαρικά - пробутвам, забавям, отлагам, поставен върху, прехвърлена през краищата
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: живея, живеят, живее, живеем, живеете