Κατοικώ στα ιταλικά

Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dimorare, abitare, stare, vivere, vivo, vivono, vivere la
Κατοικώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικώ

κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, κατοικώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κατοικίδιος στα ιταλικά - domestico, casalingo, addomesticati, addomesticato, addomesticata, addomesticate
  • κατοικημένος στα ιταλικά - residenziale, residenziali, residenziali in, Abitazioni, Abitare
  • κατολίσθηση στα ιταλικά - smottamento, scorrevole, scorrevoli, scorrimento, di scorrimento, scivolare
  • κατορθώνω στα ιταλικά - ottenere, pervenire, raggiungere, realizzare, conseguire, compiere, mettere sopra, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dimorare, abitare, stare, vivere, vivo, vivono, vivere la