Κατοικώ στα ουγγρικά
Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
él, élő, élni, élnek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικώ
κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κατοικώ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κατοικίδιος στα ουγγρικά - szelídített, háziasított, házi, a háziasított, házias
- κατοικημένος στα ουγγρικά - tartózkodási, lakó, lakossági, bentlakásos, lakó-, lakóingatlan
- κατολίσθηση στα ουγγρικά - csúszó, tolóajtó, a csúszó, toló, eltolható
- κατορθώνω στα ουγγρικά - áttesz, tegye át, ráhúzzuk, átrak, kerül át
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: él, élő, élni, élnek
Μεταφράσεις: él, élő, élni, élnek