Κατοικώ στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жыць
Κατοικώ στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικώ

κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατοικώ στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κατοικίδιος στα λευκορωσικά - акультураны, акультураных
  • κατοικημένος στα λευκορωσικά - жылы, жылой, жылога, жылай
  • κατολίσθηση στα λευκορωσικά - слізгальны, зменны, слізгальная, слізготны, імчыцца
  • κατορθώνω στα λευκορωσικά - прыходзiць, прыстань, адбыцца, пакласці, пакласьці
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: жыць