Κατοικώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dvelja, byggja, lifa, búa, lifandi, lifað, býrð
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικώ
κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατοικώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κατοικίδιος στα ισλανδικά - innlendur, temja
- κατοικημένος στα ισλανδικά - íbúðabyggð, íbúðarhúsnæði, búsetu, íbúðar, íbúða
- κατολίσθηση στα ισλανδικά - jarðfall, renna, að renna, því að renna, rennihurð
- κατορθώνω στα ισλανδικά - setja yfir, að setja yfir
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dvelja, byggja, lifa, búa, lifandi, lifað, býrð
Μεταφράσεις: dvelja, byggja, lifa, búa, lifandi, lifað, býrð