Κατοικώ στα ρουμανικά

Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trăi, trăiesc, trăiască, locuiesc, trăim
Κατοικώ στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικώ

κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κατοικώ στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • κατοικίδιος στα ρουμανικά - casnic, domesticit, domesticite, domestice, domestic, domesticită
  • κατοικημένος στα ρουμανικά - rezidențial, rezidential, rezidentiala, rezidențială, rezidențiale
  • κατολίσθηση στα ρουμανικά - alunecare, glisante, de alunecare, culisante, glisantă
  • κατορθώνω στα ρουμανικά - pune, pus, încearcă, puse, a pus
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: trăi, trăiesc, trăiască, locuiesc, trăim