Κατοικώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
residir, morar, habitar, interrupção, anão, enfurecer, indignar, viver, vivem, ao vivo, vivo
Κατοικώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικώ

κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατοικώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατοικίδιος στα πορτογαλικά - doméstico, abóbada, domesticado, domesticada, Caseiro, domesticados, Domesticated
  • κατοικημένος στα πορτογαλικά - residencial, residential, residenciais, residências
  • κατολίσθηση στα πορτογαλικά - derrocadas, deslizamento, corrediço, deslizante, deslizando, correr
  • κατορθώνω στα πορτογαλικά - alcance, adquirir, atingir, arranjar, alcançar, abranger, obter, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: residir, morar, habitar, interrupção, anão, enfurecer, indignar, viver, vivem, ao vivo, vivo