Καυτηριάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
увехнал, съсухрен, съсухрям, обгарям, изсъхвам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω
καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καυτηριάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καυστικός στα βουλγαρικά - палещ, горещ, зноен, пламенна, пламенната
- καυτερός στα βουλγαρικά - знойния, изгаряне, горене, изгарянето, изгаряне на, парене
- καυτός στα βουλγαρικά - горещ, Гореща, горещо, топла, горещи
- καυχησιάρης στα βουλγαρικά - самохвалко, каменоделско длето
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: увехнал, съсухрен, съсухрям, обгарям, изсъхвам
Μεταφράσεις: увехнал, съсухрен, съсухрям, обгарям, изсъхвам