Καυτηριάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiéget, Sear, A Sear, nyírású, elhervadt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω
καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καυτηριάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καυστικός στα ουγγρικά - utcalány, maró, gyümölcslepény, perzselő, forró, torrid
- καυτερός στα ουγγρικά - égő, égési, égető, író, égés
- καυτός στα ουγγρικά - forrón, felgerjedt, szexi, pipa, szexis, mérgesen, felkapott, ...
- καυχησιάρης στα ουγγρικά - hencegő
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kiéget, Sear, A Sear, nyírású, elhervadt
Μεταφράσεις: kiéget, Sear, A Sear, nyírású, elhervadt