Καυτηριάζω στα πολωνικά
Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kauteryzować, wypalać, przyżegać, przypalić, podeszły, Morze, sear, zaczep kurkowy
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω
καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, καυτηριάζω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- καυστικός στα πολωνικά - sarkastyczny, cierpki, kaustyczny, zgorzkniały, tort, uszczypliwy, lafirynda, ...
- καυτερός στα πολωνικά - wypalony, skwarny, upalny, palący, palenie, wypalanie, spalenie, ...
- καυτός στα πολωνικά - pikantny, gorący, nagrzać, upalny, zgrzać, pokupny, ostry, ...
- καυχησιάρης στα πολωνικά - chwalipięta, samochwała, blagier, łgarz, samochwał, dłuto rzeźbiarskie, boaster
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kauteryzować, wypalać, przyżegać, przypalić, podeszły, Morze, sear, zaczep kurkowy
Μεταφράσεις: kauteryzować, wypalać, przyżegać, przypalić, podeszły, Morze, sear, zaczep kurkowy