Καυτηριάζω στα δανικά

Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ætse, stangarm, armen, sear, aftrækkerdelen
Καυτηριάζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω

καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας δανικά, καυτηριάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • καυστικός στα δανικά - sur, glødende, hede, lidenskabelig, torrid, brændende varm
  • καυτερός στα δανικά - brænding, afbrænding, brændende, forbrænding, brænder
  • καυτός στα δανικά - varm, varmt, varme, hot
  • καυχησιάρης στα δανικά - pralhals, pralhans, lille pralhals, pralede
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ætse, stangarm, armen, sear, aftrækkerdelen