Καυτηριάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cauterizar, murcho, endurecer, sear, fecho
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω
καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καυτηριάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καυστικός στα πορτογαλικά - prostituta, tórrido, torrid, tórrida, ardente, tórridas
- καυτερός στα πορτογαλικά - ardente, combustão, queimadura, queima, queima de
- καυτός στα πορτογαλικά - quente, hostil, cálido, quentes, hot, a quente
- καυχησιάρης στα πορτογαλικά - fanfarrão, ostentador, boaster, jactancioso, falador
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cauterizar, murcho, endurecer, sear, fecho
Μεταφράσεις: cauterizar, murcho, endurecer, sear, fecho