Καυτηριάζω στα τούρκικα
Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sararmış, kurutmak, emniyet tetiği, kurumak, katılaştırmak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω
καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, καυτηριάζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καυστικός στα τούρκικα - fahişe, orospu, ihtiraslı, ateşli, kavurucu, torrid, yakıcı
- καυτερός στα τούρκικα - yanan, yanma, yazma, yakma, yakıcı
- καυτός στα τούρκικα - sıcak, hot, sıcak bir, ateşli
- καυχησιάρης στα τούρκικα - palavracı, boaster, övünen kimse, övünen
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sararmış, kurutmak, emniyet tetiği, kurumak, katılaştırmak
Μεταφράσεις: sararmış, kurutmak, emniyet tetiği, kurumak, katılaştırmak