Καυτηριάζω στα γερμανικά
Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beizen, anbraten, Abzugsstollen, sear, Abzugsstollens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω
καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, καυτηριάζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καυστικός στα γερμανικά - törtchen, torte, obstkuchen, schlampe, ätzend, ätzmittel, prostituierte, ...
- καυτερός στα γερμανικά - glühend, Verbrennung, brennend, Brennen, brenn, brennenden
- καυτός στα γερμανικά - fetzig, scharf, tanz, warm, heiß, heißen, heiße
- καυχησιάρης στα γερμανικά - angeberin, angeber, Angeber, Prahler, Aufschneider, boaster, Prahlhans
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: beizen, anbraten, Abzugsstollen, sear, Abzugsstollens
Μεταφράσεις: beizen, anbraten, Abzugsstollen, sear, Abzugsstollens