Καυτηριάζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruskistaa, polttaa, sear, pidättimen, kuihduttaa
Καυτηριάζω στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω

καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, καυτηριάζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • καυστικός στα φινλανδικά - kirpeä, terävä, katutyttö, piikikäs, karvas, paahtava, torrid, ...
  • καυτερός στα φινλανδικά - kiihkeä, paahtava, intohimoinen, polttava, poltto, polttaminen, palava, ...
  • καυτός στα φινλανδικά - kuuma, kiihottunut, helteinen, hyväonninen, lämmin, kiihottava, kuumaa, ...
  • καυχησιάρης στα φινλανδικά - mahtailija, kerskuria
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ruskistaa, polttaa, sear, pidättimen, kuihduttaa