Καυτηριάζω στα ιταλικά
Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cauterizzare, scottare, Sear, leva di scatto, rosolare, dente di arresto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω
καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, καυτηριάζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καυστικός στα ιταλικά - acido, torrido, torrida, torride, torrid
- καυτερός στα ιταλικά - torrido, ardente, incendio, bruciatura, bruciante, di masterizzazione
- καυτός στα ιταλικά - piccante, caldo, calda, hot, vasca, a caldo
- καυχησιάρης στα ιταλικά - spaccone, sbruffone, millantatore, boaster, fanfarone
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: cauterizzare, scottare, Sear, leva di scatto, rosolare, dente di arresto
Μεταφράσεις: cauterizzare, scottare, Sear, leva di scatto, rosolare, dente di arresto