Καυτηριάζω στα κροατικά

Μετάφραση: καυτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suhoća, opržiti, žigosati, sagorjeti, spržiti
Καυτηριάζω στα κροατικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυτηριάζω

καυτηριάζω συνωνυμο, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικό γλώσσας κροατικά, καυτηριάζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • καυστικός στα κροατικά - opor, kolač, kiseo, zloban, jedak, oštar, žarki, ...
  • καυτερός στα κροατικά - vreo, žarki, spržen, osušen, suh, tropski, spaljivanje, ...
  • καυτός στα κροατικά - vruć, vatren, topao, vruće, vruća, hot, vrući, ...
  • καυχησιάρης στα κροατικά - hvalisavac
Τυχαίες λέξεις
Καυτηριάζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: suhoća, opržiti, žigosati, sagorjeti, spržiti