Κοκκινίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
засрамване, руменина, руж, поглед, червенина
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω
κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κοκκινίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κοιτάζω στα βουλγαρικά - гледам, виж, погледнете, погледнем, да изглежда
- κοκαλιάρης στα βουλγαρικά - мършав, кльощава, слаб, кльощав, кльощави
- κοκκώδης στα βουλγαρικά - зърнест, гранулиран, гранулирана, гранулирано, на гранули
- κολάζω στα βουλγαρικά - наказвам, частен, ограничавам
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: засрамване, руменина, руж, поглед, червенина
Μεταφράσεις: засрамване, руменина, руж, поглед, червенина