Κοκκινίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kızarmak, allık, blush, boyanma, utanma
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω
κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κοκκινίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κοιτάζω στα τούρκικα - benzemek, bakış, beklemek, bakmak, bakabilirsiniz, bakın, görünüyorsun, ...
- κοκαλιάρης στα τούρκικα - sıska, skinny, zayıf, sıska bir, cılız
- κοκκώδης στα τούρκικα - granül, taneli, granüler, tanecikli, granüllü
- κολάζω στα τούρκικα - sadeleştirmek, chasten, basitleştirmek, terbiye, terbiye etmek
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kızarmak, allık, blush, boyanma, utanma
Μεταφράσεις: kızarmak, allık, blush, boyanma, utanma