Κοκκινίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrossire, rossore, blush, arrossisce, fard
Κοκκινίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω

κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κοκκινίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κοιτάζω στα ιταλικά - apparire, aspetto, parere, apparenza, cera, attendere, guardare, ...
  • κοκαλιάρης στα ιταλικά - secco, magro, magra, scarno, scarna, pelle e ossa
  • κοκκώδης στα ιταλικά - granulare, granulari, granulare a, granuli, in granuli
  • κολάζω στα ιταλικά - punire, castigare, castigo, li castigo, castigo tutti, chasten
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: arrossire, rossore, blush, arrossisce, fard