Κοκκινίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uhtuma, loputama, puna, põsepuna, punastama, Blush, Huulepulk
Κοκκινίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω

κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, κοκκινίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κοιτάζω στα εσθονικά - pilk, otsima, vaatama, vaadata, vaata, otsida, vaatate
  • κοκαλιάρης στα εσθονικά - kondine, kõhn, Skinny, alasti, Ujuda, Magere
  • κοκκώδης στα εσθονικά - teraline, sõmer, granuleeritud, graanulites aine, graanulites, graanulites aine korral
  • κολάζω στα εσθονικά - nuhtlema, puhastama, karistan, karistan kõiki, Annab jklle haridus
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: uhtuma, loputama, puna, põsepuna, punastama, Blush, Huulepulk