Κοκκινίζω στα δανικά
Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blush, rødme, rouge, at rødme, rødmen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω
κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας δανικά, κοκκινίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κοιτάζω στα δανικά - blik, se, betragte, afvente, ser, kigge, at se, ...
- κοκαλιάρης στα δανικά - tynd, mager, skinny, smal, tynde
- κοκκώδης στα δανικά - granuleret, granulære, granulær, granulatform, granulært
- κολάζω στα δανικά - tugter, revse
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blush, rødme, rouge, at rødme, rødmen
Μεταφράσεις: blush, rødme, rouge, at rødme, rødmen