Κοκκινίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
румянец, чырвань, румянак, туманец
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω
κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κοκκινίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κοιτάζω στα λευκορωσικά - чакаць, глядзець
- κοκαλιάρης στα λευκορωσικά - худы, хударлявы, худзенечкі
- κοκκώδης στα λευκορωσικά - грануляваны, грануляваная, грануляваныя
- κολάζω στα λευκορωσικά - стрымліваць
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: румянец, чырвань, румянак, туманец
Μεταφράσεις: румянец, чырвань, румянак, туманец