Κοκκινίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rico, rubor, corar, cora, de blush, core
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω
κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοκκινίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κοιτάζω στα πορτογαλικά - parecer, aspecto, aparência, olhadela, representar, olhar, semblante, ...
- κοκαλιάρης στα πορτογαλικά - magro, magra, magros, magricela, magras
- κοκκώδης στα πορτογαλικά - granular, granulado, granulares, granulada, grânulos
- κολάζω στα πορτογαλικά - castigar, castigo a, castigo a todos, disciplino, disciplino a
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rico, rubor, corar, cora, de blush, core
Μεταφράσεις: rico, rubor, corar, cora, de blush, core