Κοκκινίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κοκκινίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
руменило, црвенило, црвило, руменило на, поцрвенување
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκκινίζω
κοκκινίζω όταν μιλάω, κοκκινίζω αγγλικά, κοκκινίζω από ντροπή, γιατί κοκκινίζω, κοκκινίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κοκκινίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κοιτάζω στα σλαβομακεδονικά - погледнете, изгледа, гледам, погледне, изгледаат
- κοκαλιάρης στα σλαβομακεδονικά - слаби, запуштени, слаб, слаба, тесни
- κοκκώδης στα σλαβομακεδονικά - грануларна, зрнести, грануларен, гранули, гранулиран
- κολάζω στα σλαβομακεδονικά - наказвам
Τυχαίες λέξεις
Κοκκινίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: руменило, црвенило, црвило, руменило на, поцрвенување
Μεταφράσεις: руменило, црвенило, црвило, руменило на, поцрвенување