Κοπιαστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κοπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изтощителен, изморително, уморителен, уморително, изтощително
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπιαστικός
κοπιαστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κοπιαστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κοπανίζω στα βουλγαρικά - фунт, натупвам здравата, бия силно с пръчка, звук то силен удар
- κοπιάζω στα βουλγαρικά - труд, блъскам, блъскане, безпорядък, мъка, неприятности
- κοπριά στα βουλγαρικά - тор, оборски тор, оборския тор, торове, животински тор
- κοράλλι στα βουλγαρικά - корал, коралов, Coral, корали, коралови
Τυχαίες λέξεις
Κοπιαστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изтощителен, изморително, уморителен, уморително, изтощително
Μεταφράσεις: изтощителен, изморително, уморителен, уморително, изтощително