Κοπιαστικός στα νορβηγικά

Μετάφραση: κοπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slitsom, møysommelig, anstreng, strabasiøs, utmattende, fatiguing
Κοπιαστικός στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπιαστικός

κοπιαστικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, κοπιαστικός στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • κοπανίζω στα νορβηγικά - pund, thwack
  • κοπιάζω στα νορβηγικά - Moil, tuppene
  • κοπριά στα νορβηγικά - gjødsel, gjørme, møkk, husdyrgjødsel, mudder, dynn, av gjødsel
  • κοράλλι στα νορβηγικά - korall, koraller, coral, korallrev
Τυχαίες λέξεις
Κοπιαστικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: slitsom, møysommelig, anstreng, strabasiøs, utmattende, fatiguing