Κοπιαστικός στα δανικά
Μετάφραση: κοπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
trættende, anstrengende, opslidende, udmattende, fatiguing
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπιαστικός
κοπιαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, κοπιαστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- κοπανίζω στα δανικά - thwack, berømte slag, det berømte slag
- κοπιάζω στα δανικά - arbejde, moil, kappen, kappe, restdel, restdelen
- κοπριά στα δανικά - slam, dynd, gødning, gylle, ajle, husdyrgødning, gødningen
- κοράλλι στα δανικά - koral, Coral, koraller, af Coral, koralrev
Τυχαίες λέξεις
Κοπιαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: trættende, anstrengende, opslidende, udmattende, fatiguing
Μεταφράσεις: trættende, anstrengende, opslidende, udmattende, fatiguing