Κοπιαστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κοπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trabalhoso, obreiro, fatigante, fatiguing, cansativa, desgastamento, cansativo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπιαστικός
κοπιαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοπιαστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κοπανίζω στα πορτογαλικά - socar, britar, pisar, calcar, paulada, thwack, espancar, ...
- κοπιάζω στα πορτογαλικά - trabalhosamente, lidar, trabalho, picareta, moil, emaranhamento, sobra, ...
- κοπριά στα πορτογαλικά - esterco, lamas, adubos, estrume, adubo, de estrume, o estrume
- κοράλλι στα πορτογαλικά - corais, coral, de coral, de corais, coral de
Τυχαίες λέξεις
Κοπιαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: trabalhoso, obreiro, fatigante, fatiguing, cansativa, desgastamento, cansativo
Μεταφράσεις: trabalhoso, obreiro, fatigante, fatiguing, cansativa, desgastamento, cansativo