Κοπιαστικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κοπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стомны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπιαστικός
κοπιαστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κοπιαστικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κοπανίζω στα λευκορωσικά - кнiга, біць
- κοπιάζω στα λευκορωσικά - MOIL
- κοπριά στα λευκορωσικά - бруд, грязь, ваза, гной, гною
- κοράλλι στα λευκορωσικά - каралавы
Τυχαίες λέξεις
Κοπιαστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: стомны
Μεταφράσεις: стомны