Κοπιαστικός στα ισπανικά

Μετάφραση: κοπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
laborioso, trabajoso, diligente, esmerado, penoso, fatigoso, agotador, fatiga, fatigante, fatigosa
Κοπιαστικός στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπιαστικός

κοπιαστικός λεξικό γλώσσας ισπανικά, κοπιαστικός στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • κοπανίζω στα ισπανικά - majar, golpear, machacar, libra, aporrear
  • κοπιάζω στα ισπανικά - trabajo, moil, mohel, desperdicio, de desperdicio, punta de desperdicio
  • κοπριά στα ισπανικά - estercolar, abono, estiércol, lodo, barro, el estiércol, de estiércol, ...
  • κοράλλι στα ισπανικά - coral, de coral, corales, coralino, coralina
Τυχαίες λέξεις
Κοπιαστικός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: laborioso, trabajoso, diligente, esmerado, penoso, fatigoso, agotador, fatiga, fatigante, fatigosa