Κοπιαστικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: κοπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obositoare, obositor, de obositor, istovitoare
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοπιαστικός
κοπιαστικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κοπιαστικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κοπανίζω στα ρουμανικά - aghesmui, bate
- κοπιάζω στα ρουμανικά - muncă, trudă, caznă, trudi, chin, muncă grea
- κοπριά στα ρουμανικά - noroi, îngrăşământ, bălegar, gunoi, gunoi de grajd, gunoiului de grajd, gunoiul de grajd
- κοράλλι στα ρουμανικά - coral, corali, de corali, de coral, coralilor
Τυχαίες λέξεις
Κοπιαστικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: obositoare, obositor, de obositor, istovitoare
Μεταφράσεις: obositoare, obositor, de obositor, istovitoare