Μένω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
престой, пребиваване, стоя, остане, останат
Μένω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μένω

μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μένω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μέμψη στα βουλγαρικά - Semerkhet
  • μέντα στα βουλγαρικά - мента, джоджен, ментов, монетния двор, ментата
  • μέρα στα βουλγαρικά - ден, дневно, деня, днес
  • μέριμνα στα βουλγαρικά - заготовка, загриженост, грижа, безпокойство, загрижеността
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: престой, пребиваване, стоя, остане, останат