Μένω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
годний, залишатися, придатний, прищепитися, зупинка, годен, жити, товариський, гаятись, залишатиметься, залишатись, залишатимуться, лишатися
Μένω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μένω

μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μένω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μέμψη στα ουκρανικά - осуджування, осуд, догану, догана, осудження, Semerkhet
  • μέντα στα ουκρανικά - поезія, менестрелі, м'ята, мята, пом'ята
  • μέρα στα ουκρανικά - період, епоха, перемога, пласт, дочасно, померти, день, ...
  • μέριμνα στα ουκρανικά - доказування, доведення, турбота, піклування, клопіт
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: годний, залишатися, придатний, прищепитися, зупинка, годен, жити, товариський, гаятись, залишатиметься, залишатись, залишатимуться, лишатися