Μένω στα ρουμανικά
Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
viu, locui, ședere, rămâne, stați, rămână, sta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μένω
μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μένω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- μέμψη στα ρουμανικά - Semerkhet
- μέντα στα ρουμανικά - mentă, menta, de menta, de mentă, monetăriei
- μέρα στα ρουμανικά - zi, ziua, de zi, zilei
- μέριμνα στα ρουμανικά - aprovizionare, îngrijorare, preocupare, îngrijorarea, interes, preocuparea
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: viu, locui, ședere, rămâne, stați, rămână, sta
Μεταφράσεις: viu, locui, ședere, rămâne, stați, rămână, sta