Μόνιμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
постоянно, трайно, за постоянно, окончателно, завинаги
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόνιμα
μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μόνιμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μόλυβδος στα βουλγαρικά - ръководство, олово, водя, доведе, да доведе, води
- μόλυνση στα βουλγαρικά - замърсяване, инфекция, инфекцията, заразяване, инфекция на
- μόνιμος στα βουλγαρικά - постоянен, постоянно, постоянна, постоянното, постоянния
- μόνο στα βουλγαρικά - само, единствено, едва, единственият
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: постоянно, трайно, за постоянно, окончателно, завинаги
Μεταφράσεις: постоянно, трайно, за постоянно, окончателно, завинаги