Μόνιμα στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастаянна, стала, ўвесь час, ўвесь, увесь час
Μόνιμα στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνιμα

μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μόνιμα στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μόλυβδος στα λευκορωσικά - волава, весці, паводзіць, весткі, вестак, весьці
  • μόλυνση στα λευκορωσικά - інфекцыя, інфэкцыя
  • μόνιμος στα λευκορωσικά - пастаянны, сталы
  • μόνο στα λευκορωσικά - толькi, толькі
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пастаянна, стала, ўвесь час, ўвесь, увесь час