Μόνιμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varanlega, frambúðar, til frambúðar, endanlega, fullt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόνιμα
μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μόνιμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μόλυβδος στα ισλανδικά - leiða, blý, leitt, valdið, að leiða, leiðir
- μόλυνση στα ισλανδικά - mengun, sýking, sýkingu, sýkingar, sýking í, sýkingin
- μόνιμος στα ισλανδικά - búsettur, varanleg, fasta, varanlegt, föst, varanlegur
- μόνο στα ισλανδικά - bara, einungis, eingöngu, aðeins, aðeins í
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: varanlega, frambúðar, til frambúðar, endanlega, fullt
Μεταφράσεις: varanlega, frambúðar, til frambúðar, endanlega, fullt