Μόνιμα στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
перманентно, постојано, трајно, засекогаш, трајно да
Μόνιμα στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνιμα

μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μόνιμα στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • μόλυβδος στα σλαβομακεδονικά - доведе, води, да доведе, ја води, водат
  • μόλυνση στα σλαβομακεδονικά - инфекција, инфекцијата, инфекции, инфекција на, инфекција со
  • μόνιμος στα σλαβομακεδονικά - постојан, постојана, трајна, постојани, трајно
  • μόνο στα σλαβομακεδονικά - само, само што, само за, единствениот, единствено
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: перманентно, постојано, трајно, засекогаш, трајно да