Μόνιμα στα φινλανδικά
Μετάφραση: μόνιμα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pysyvästi, vakinaisesti, jatkuvasti, lopullisesti, kiinteästi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόνιμα
μόνιμα μπουκωμένη μύτη, μόνιμα μανό, μόνιμα ερωτευμένοι, μόνιμα προστυχος, μόνιμα δόντια, μόνιμα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, μόνιμα στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- μόλυβδος στα φινλανδικά - johtaa, suunnata, pääosa, lyijy, johtolanka, luoti, johtavat, ...
- μόλυνση στα φινλανδικά - tartutus, infektio, saastuminen, tartunta, infektion, tartunnan
- μόνιμος στα φινλανδικά - ainainen, pysyvä, kestävä, ikuinen, pysyvän, pysyvää, pysyviä, ...
- μόνο στα φινλανδικά - erakko, ainoa, yksinäinen, vain, ainoastaan, vasta, pelkästään, ...
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pysyvästi, vakinaisesti, jatkuvasti, lopullisesti, kiinteästi
Μεταφράσεις: pysyvästi, vakinaisesti, jatkuvasti, lopullisesti, kiinteästi